Η τελευταία παράσταση στο Βελιγράδι
Το 1958 η Γιουνάιτεντ είχε μια ευκαιρία να φτάσει ξανά στα ημιτελικά. Εκείνο τον Φεβρουάριο η ομάδα επρόκειτο να επισκεφτεί για δεύτερη φορά μια χώρα που ανήκε σε εκείνο το μέρος της Ευρώπης που ο Τσόρτσιλ είχε χαρακτηρίσει «σιδηρούν παραπέτασμα». Η Ευρώπη και ολόκληρος ο πλανήτης μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν χωριστεί σε δύο διαφορετικούς κόσμους. Δύο κόσμους που δεν γνώριζαν ο ένας τον άλλον, που έβλεπαν ο ένας τον άλλον με φόβο, καχυποψία και σε ορισμένες περιπτώσεις μίσος. Η Γιουνάιτεντ θα ταξίδευε για το Βελιγράδι, όπου θα αντιμετώπιζε τον Ερυθρό Αστέρα, στη ρεβάνς του πρώτου παιχνιδιού, στο οποίο η Μάντσεστερ είχε επικρατήσει 2-1. Εάν προκρινόταν, θα αντιμετώπιζε στα ημιτελικά την ιταλική Μίλαν. Νωρίτερα την ίδια χρονιά είχε αποκλείσει σε διπλά παιχνίδια την Ντούγκλα Πράγας. Πολλοί από τους παίκτες της Γιουνάιτεντ σε εκείνο το ταξίδι στο Βελιγράδι, επηρεασμένοι από τις εφημερίδες και το ραδιόφωνο, που μιλούσαν για τη μεγάλη έλλειψη τροφίμων στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, είχαν πάρει μαζί τους μπισκότα, σοκολάτες και διάφορα γλυκά. Οταν έφτασαν στο Βελιγράδι το απόγευμα της Δευτέρας, ύστερα από μια άνετη πτήση, συνάντησαν μια πόλη φοβισμένη και σημαδεμένη από τη φτώχεια, η οποία στα μάτια των Εγγλέζων, που ζούσαν τελείως διαφορετικά, γινόταν ακόμα μεγαλύτερη. Ο Αλμπερτ Σκάνλον αργότερα θα διηγηθεί ότι σε κάθε όροφο του ξενοδοχείου στο οποίο έμενε η ομάδα υπήρχαν ένοπλοι φρουροί, ενώ αργότερα το ίδιο απόγευμα, όταν ο ίδιος με κάποιους συμπαίκτες του επιχείρησαν να κάνουν μια βόλτα στο Βελιγράδι, τους έκανε εντύπωση η μεγάλη φτώχεια (ο ίδιος είπε σε εφημερίδα του Μάντσεστερ πως «πολλοί φορούσαν παπούτσια από λάστιχα αυτοκινήτων, στα μαγαζιά υπήρχαν ουρές ανθρώπων που αναζητούσαν πράγματα που δεν υπήρχαν και η πόλη φαινόταν αιχμαλωτισμένη σε μια ζοφερή ατμόσφαιρα και δεν είχε να προσφέρει τίποτε σε έναν επισκέπτη»). Παρ' όλα αυτά, χιλιάδες άνθρωποι ήταν στα πεζοδρόμια, χαιρετώντας τους παίκτες της Γιουνάιτεντ στη διαδρομή με το πούλμαν μέχρι το γήπεδο. Η άφιξη της Μάντσεστερ στο Βελιγράδι ήταν το σημαντικότερο γεγονός που είχε συμβεί στη ζωή της πόλης τα τελευταία χρόνια. Η ομάδα του Μπάσμπι ήταν ήδη γνωστή στους Γιουγκοσλάβους, που την είδαν να επιβεβαιώνει την εκπληκτική δύναμή της στο γήπεδο, όταν πριν ακόμα συμπληρωθεί το πρώτο μισάωρο προηγείτο 3-0, με δύο από τα γκολ να έχουν σημειωθεί από τον Μπόμπι Τσάρλτον. Ειδικά το δεύτερο, ένας κεραυνός από τα 25 μέτρα, άφησε άφωνους τους φιλάθλους στο γήπεδο. Κι αυτό διότι, παρά την εκπληκτική εκτίναξή του, ο μαυροντυμένος Μπεάρα, ένας από τους καλύτερους τερματοφύλακες στην ιστορία του ποδοσφαίρου, δεν μπόρεσε να σταματήσει την πορεία της μπάλας προς τα δίχτυα. Μέχρι τότε κανείς δεν είχε διανοηθεί να προκαλέσει τον Μπεάρα από τόσο μακριά και να τον νικήσει. Στο δεύτερο ημίχρονο ο Ερυθρός Αστέρας μπόρεσε να ισορροπήσει κάπως και με τη βοήθεια κάποιων σφυριγμάτων, όπως σημείωναν οι αγγλικές εφημερίδες της εποχής, να ισοφαρίσει το σκορ, που όμως έδινε την πρόκριση στη Γιουνάιτεντ.
Η μοιραία πτήση
Την επομένη το πρωί, στις 6 Φεβρουαρίου, όταν το πούλμαν της Γιουνάιτεντ κατευθυνόταν στο αεροδρόμιο, ελάχιστα μέλη της αποστολής χάζευαν τη διαδρομή. Οι περισσότεροι κοιμούνταν στις θέσεις τους, αποκαμωμένοι από το γλέντι της προηγούμενης νύχτας. Μιας νύχτας που ξεκίνησε με μια δεξίωση στη βρετανική πρεσβεία του Βελιγραδίου και συνεχίστηκε στο ξενοδοχείο μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Η αποστολή της ομάδας καθυστέρησε στο αεροδρόμιο αρκετή ώρα, μια και ο Τζον Μπέρι είχε χάσει το διαβατήριό του. Και χωρίς διαβατήριο δεν μπορούσες να φύγεις από εκεί. Οι άνθρωποι της Γιουνάιτεντ πανικοβλήθηκαν λιγάκι, ειδοποίησαν την πρεσβεία για το πρόβλημα και γύρισαν στο ξενοδοχείο. Εκαναν άνω-κάτω το δωμάτιο που έμενε ο Μπέρι, έψαξαν μέχρι και στα σκουπίδια του ξενοδοχείου, αλλά τελικά το διαβατήριο του Μπέρι βρέθηκε… μέσα στη βαλίτσα του. Ολα τα μέλη της αποστολής, μετά την ταλαιπωρία των τριών τελευταίων ημερών, ανυπομονούσαν να επιστρέψουν στο Μάντσεστερ. Οι ποδοσφαιριστές περισσότερο απ' όλους, μια και το Σάββατο είχαν ένα σημαντικό παιχνίδι που μπορεί να έκρινε και τον τίτλο, κόντρα στη Γουλβς, τον σπουδαιότερο αντίπαλό τους εκείνη τη χρονιά. Το ενδεχόμενο της μεγαλύτερης ταλαιπωρίας ήταν που είχε ωθήσει τους ανθρώπους της Γιουνάιτεντ να μισθώσουν μια πτήση τσάρτερ με ένα αεροσκάφος των βρετανικών αερογραμμών της BEA (που αργότερα μετονομάστηκε σε British Airways), ένα δικινητήριο τύπου Elizabeth. Αυτός ο τύπος είχε ένα πολύ καλό ιστορικό ασφαλείας, γεγονός που επιβεβαιωνόταν και από την επιλογή της βασίλισσας να πετά με αυτό το αεροσκάφος. Η πτήση της Γιουνάιτεντ από το Βελιγράδι προς το Μάντσεστερ δεν θα γινόταν απευθείας, αλλά με ενδιάμεσο σταθμό το Μόναχο, όπου θα γινόταν ο ανεφοδιασμός σε καύσιμα. Οταν το αεροπλάνο άφησε το Βελιγράδι, ο καιρός ήταν καλός, με ήλιο και χωρίς σύννεφα. Μόλις, όμως, μπήκε στον εναέριο χώρο της Γερμανίας οι καιρικές συνθήκες άλλαξαν δραματικά. Ο ουρανός σκοτείνιασε, άρχισαν κάποιες αναταράξεις, ενώ την ώρα που οι δύο πιλότοι άρχισαν τη διαδικασία της καθόδου ο διάδρομος του αεροδρομίου του Μονάχου είχε ήδη σκεπαστεί από χιόνι. Παράλληλα, η πυκνή ομίχλη, που περιόριζε την ορατότητα, ανάγκασε τους πιλότους να επιλέξουν τη διαδικασία προσέγγισης μέσω των οργάνων. Μόλις το αεροπλάνο προσγειώθηκε, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, ανακοινώθηκε στους επιβάτες ότι έπρεπε να αποβιβαστούν, διότι θα χρειάζονταν περίπου 40 λεπτά για τον ανεφοδιασμό του αεροπλάνου. Ο δημοσιογράφος Φρανκ Τέιλορ, της εφημερίδας του Μάντσεστερ «Chronicle», θυμόταν ότι «μόλις άνοιξε η πόρτα του αεροπλάνου για να κατέβουμε, μέσα στην καμπίνα όρμησε ένας αέρας τόσο παγωμένος, λες και προερχόταν από τις στέπες της Σιβηρίας. Πρώτος κατέβηκε προσεκτικά ο Ντάνκαν Εντουαρντς, που σήκωσε τον γιακά του για να προστατευτεί από τον παγωμένο αέρα, ενώ φώναξε στους άλλους να προσέχουν πού πατάνε λόγω του πάγου που είχε πιάσει το έδαφος». Μόλις όλοι οι επιβάτες έφτασαν στη ζεστασιά του τέρμιναλ, άρχισαν να τριγυρνούν στα καταστήματα για να αγοράσουν κάποιο αναμνηστικό ή αναζητούσαν να πιουν κάτι ζεστό στο μπαρ. Στις 2:15 μετά το μεσημέρι όλοι ειδοποιήθηκαν να επιστρέψουν στο αεροπλάνο, μια και ο ανεφοδιασμός είχε ολοκληρωθεί και όλα ήταν έτοιμα για τη συνέχεια του ταξιδιού. Καθώς επέστρεφαν στο αεροπλάνο, ο Ρότζερ Μπερν, ένας από τους παίκτες της Γιουνάιτεντ, παρατήρησε ότι μέσα στα 40 λεπτά που διήρκεσε ο ανεφοδιασμός οι τροχοί του αεροπλάνου είχαν καλυφθεί από το χιόνι. Παρ' όλα αυτά, κανείς δεν ανησυχούσε και οι περισσότεροι ανυπομονούσαν να επιστρέψουν στο αεροπλάνο για να φάνε, να κοιμηθούν ή να παίξουν χαρτιά. Ο Μπιλ Φουλκς, ένας από τους μεγαλύτερους πλάγιους μπακ που ανέδειξε το αγγλικό ποδόσφαιρο, έλεγε με σιγουριά: «Θα προσγειωθούμε στο Μάντσεστερ στις 7 το απόγευμα». Στις 2:19 μ.μ. ο πύργος ελέγχου έδωσε άδεια στον κυβερνήτη Τζέιμς Θέιν και τον συγκυβερνήτη Κεν Ρέιμεντ να απογειωθούν. Οι επιβάτες άκουσαν τον θόρυβο που έκαναν οι μηχανές και το αεροπλάνο άρχισε να κινείται στον διάδρομο. «Θυμάμαι ότι κοιτούσα από το παράθυρο για να δω τη στιγμή που οι τροχοί θα ξεκολλούσαν από το έδαφος και θα απογειωνόμασταν. Μόλις η ισχύς των μηχανών μεγάλωσε και αρχίσαμε να αναπτύσσουμε ταχύτητα, ξαφνικά φρενάραμε και το αεροπλάνο σταμάτησε στη μέση του διαδρόμου, χωρίς κανείς να ξέρει γιατί», θα γράψει αργότερα ο Μπόμπι Τσάρλτον. Οι πιλότοι σταμάτησαν το αεροσκάφος εξαιτίας ενός περίεργου θορύβου που άκουσαν στη μία από τις δύο μηχανές, που, όπως ισχυρίστηκε αργότερα ο κυβερνήτης Τζέιμς Θέιν, οφειλόταν στην υπερτροφοδοσία με καύσιμα, γεγονός που συχνά συνέβαινε σε αεροσκάφη αυτού του τύπου, ιδιαίτερα σε αεροδρόμια που βρίσκονταν σε μεγάλο υψόμετρο, όπως αυτό του Μονάχου. Τα δικινητήρια Elizabeth είχαν τόσο ισχυρές μηχανές, που μπορούσαν να απογειωθούν και με τη μία μόνο. Οι πιλότοι ετοιμάστηκαν για μια δεύτερη προσπάθεια απογείωσης στις 2:34 μ.μ., αλλά και πάλι το αεροπλάνο σταμάτησε στη μέση του διαδρόμου, μια και η μία μηχανή έκανε τον ίδιο παράξενο θόρυβο. Στο εσωτερικό του αεροπλάνου άρχισε να δημιουργείται ανησυχία και ο πανύψηλος πρώην τερματοφύλακας της εθνικής Αγγλίας, Φρανκ Σουίφτ, που συνόδευε την αποστολή ως δημοσιογράφος της εφημερίδας «News of the World», σηκώθηκε από τη θέση του και φώναξε: «Τι διάολο συμβαίνει και δεν μπορούμε να σηκωθούμε;». Ενας συνοδός από το πλήρωμα της καμπίνας είπε στους επιβάτες ότι υπάρχει ένα μικρό αλλά όχι ανησυχητικό πρόβλημα, που θα χρειαζόταν λίγη ώρα για να διορθωθεί, και κάλεσε τους επιβάτες να αποβιβαστούν και πάλι. Καθώς κατευθύνονταν πάλι προς το τέρμιναλ του αεροδρομίου, ο δημοσιογράφος Φρανκ Τέιλορ, που είχε υπηρετήσει στη βρετανική πολεμική αεροπορία (ο οποίος αργότερα θα γράψει το βιβλίο «The day a team died), είπε στον Τσάρλτον, που ήταν ανήσυχος: «Οποιο και να είναι το πρόβλημα, δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος. Ο πιλότος μπορεί να διακόψει ανά πάσα στιγμή τη διαδικασία απογείωσης, πριν το αεροπλάνο αναπτύξει πλήρη ισχύ, χωρίς κίνδυνο για τους επιβάτες». Πριν οι επιβάτες προλάβουν να πιουν τον καφέ που παρήγγειλαν, ειδοποιήθηκαν να επιστρέψουν στο αεροπλάνο. Ο Μπιλ Φουλκς θα πει αργότερα στους δημοσιογράφους: «Αυτή η ειδοποίηση δεν μου άρεσε. Ηρθε πολύ γρήγορα. Μέσα σε 10 λεπτά πρόλαβαν να διορθώσουν τη βλάβη;». Το ίδιο ανήσυχος ήταν και ο Φρανκ Τέιλορ, που ήξερε ότι υπήρχαν κίνδυνοι από τον πάγο που θα μπορούσε να κάτσει στα φτερά. Και είχαν δίκιο, μια και ο κυβερνήτης Θέιν αργότερα θα παραδεχτεί ότι «με τον Κεν, τον συγκυβερνήτη, δεν βγήκαμε καθόλου από το κόκπιτ, απλώς κουβεντιάσαμε για τη χιονόπτωση που είχε αραιώσει, κοιτάξαμε τα φτερά από την καμπίνα, που έμοιαζαν εντάξει, και αποφασίσαμε να πετάξουμε χωρίς να βάλουμε να καθαρίσουν τα φτερά». Οι επιβάτες ήταν ανήσυχοι. Ο Μπόμπι Τσάρλτον με τον συμπαίκτη του Ντένις Βάιολετ πήγαν στο μπροστινό μέρος του αεροπλάνου, αλλάζοντας θέσεις με τους Τόμι Τέιλορ και Ντέιβ Πεγκ, οι οποίοι οδηγούμενοι από μια έμπνευση που θα αποδεικνυόταν τραγική στη συνέχεια μετακινήθηκαν στο πίσω μέρος του αεροπλάνου επειδή πίστεψαν ότι θα ήταν περισσότερο ασφαλείς. Οταν όλοι τακτοποιήθηκαν στις θέσεις τους, πάλι υπήρξε καθυστέρηση, μια και στο μέτρημα διαπιστώθηκε ότι έλειπε ένας επιβάτης, ο δημοσιογράφος Αλφ Κλαρκ της «Manchester Evening Chronicle», που καθυστέρησε στο τέρμιναλ διότι τηλεφώνησε στην εφημερίδα του για να ενημερώσει για τα προβλήματα της πτήσης. Στις 2:56 μ.μ. ο κυβερνήτης Θέιν πήρε άδεια από τον πύργο ελέγχου για να ξεκινήσει τις διαδικασίες απογείωσης. Στις 3:02 μ.μ. ο πύργος ελέγχου ενημερώνει τον Θέιν και τον συγκυβερνήτη Ρέιμεντ ότι είχαν στη διάθεσή τους δύο λεπτά για να απογειωθούν. Από εκεί και πέρα άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για 23 από τα 43 άτομα που επέβαιναν στο αεροπλάνο. Το αεροπλάνο άρχισε να χάνει ταχύτητα και να πλησιάζει τον φράκτη στο τέλος του διαδρόμου. «Θεέ μου, δεν θα τα καταφέρουμε», ήταν τα τελευταία λόγια του συγκυβερνήτη Ρέιμεντ, ενώ ο αρχηγός της Γιουνάιτεντ, ο Ρότζερ Μπερν, τραύλισε: «Θα σκοτωθούμε!». Σαν ψίθυρος από μακριά ήρθαν τα λόγια του Μπίλι Γουίλαν, ενός αφοσιωμένου καθολικού: «Ο,τι κι αν γίνει, είμαι έτοιμος». Αμέσως μετά το αεροπλάνο πέφτει πάνω στον φράκτη, βγαίνει στον δρόμο έξω από το αεροδρόμιο και το δεξί φτερό του διαλύεται πάνω σε ένα σπίτι, που αμέσως πιάνει φωτιά. Σαν από θαύμα, μια γυναίκα που βρισκόταν μέσα στο σπίτι, η Αννα Γουίνκλερ, και τα τρία παιδιά της κατορθώνουν να βγουν από το φλεγόμενο οίκημα χωρίς να πάθουν το παραμικρό! Το αεροπλάνο, έχοντας χάσει το ένα φτερό και ένα μέρος της ουράς του, αρχίζει να στριφογυρίζει τρελά πάνω στο χιονισμένο έδαφος, σαν μια μεθυσμένη μεταλλική μπαλαρίνα που χορεύει με παρτενέρ τον θάνατο. Ενας ανατριχιαστικός θόρυβος από μέταλλα που σέρνονται και στριγκλίζουν. Το πληγωμένο αεροσκάφος χτυπά με δύναμη σε ένα δέντρο και αμέσως μετά πέφτει με ορμή –πρώτα με το πίσω μέρος– σε ένα ξύλινο υπόστεγο, μέσα στο οποίο βρισκόταν ένα βυτίο με καύσιμα. Ακολουθεί μια φοβερή έκρηξη και ένα τεράστιο μπουκέτο με φλόγες ανοίγει προς τον γκρίζο βαυαρικό ουρανό. Εκείνη τη στιγμή τελείωσε η ιστορία της Γιουνάιτεντ του Ματ Μπάσμπι και η ζωή 23 ανθρώπων. Για κάποιους άλλους, κατά έναν περίεργο τρόπο, έπειτα από εκείνη την έκρηξη η ζωή ξανάρχισε. Σε όσους επέζησαν θα κληροδοτήσει μια σκιά στο βλέμμα και ένα σκοτεινό δωμάτιο στις μνήμες τους. Ο Χάρι Γκρεγκ, ένας από τους επιζήσαντες ποδοσφαιριστές της ομάδας, θα εξελιχθεί σε ήρωα της τραγωδίας. Θα καταφέρει να σώσει μέσα από τα συντρίμμια μια μητέρα με το 22 μηνών κοριτσάκι της αλλά και αρκετούς από τους συμπαίκτες του, που τους απομάκρυνε πριν από τη δεύτερη έκρηξη της δεξαμενής καυσίμων του αεροπλάνου. Ο Χάρι Γκρεγκ αργότερα, στο νοσοκομείο, θα δει τον Ντάνκαν Εντουαρντς, τον καλύτερο παίκτη της ομάδας που χάθηκε, να παλεύει για τη ζωή του. «Τι ώρα είναι η σέντρα, Χάρι;», θα ρωτήσει ο χαμένος στις παραισθήσεις Εντουαρντς. «Στις τρεις, φίλε. Στις τρεις», θα απαντήσει ο Χάρι με έναν κόμπο στη φωνή. «Θα προλάβουμε, έτσι;», ξαναρώτησε με αγωνία ο Εντουαρντς. Αλλά δεν θα ακούσει την απάντηση, διότι θα πέσει σε κώμα. Μια απάντηση που έτσι κι αλλιώς δεν θα προλάβει να του δώσει ο Γκρεγκ. Ο Τσάρλτον είναι ο πρώτος από όσους επέζησαν και νοσηλεύτηκαν στο νοσοκομείο που θα το εγκαταλείψει. Και δεν θα γελάσει ποτέ ξανά. Ο Ματ Μπάσμπι θα παλεύει για τη ζωή του για τέσσερις μήνες μετά το δυστύχημα. Δεν θα ξαναγίνει αυτός που ήταν. Τα δάκρυά του θα στεγνώσουν για 10 χρόνια. Θα ξανακλάψει όταν η Γιουνάιτεντ το 1968 στο «Γουέμπλεϊ» θα συντρίψει την Μπενφίκα με 4-1 και θα πάρει το Κύπελλο Πρωταθλητριών.
Ο επίλογος της τραγωδίας
Στις 10 Φεβρουαρίου 1958, στο Μάντσεστερ, περισσότεροι από 200 χιλιάδες άνθρωποι έξω από το «Ολντ Τράφορντ» θα υποδεχθούν, για το τελευταίο χειροκρότημα, τα φέρετρα με τους επτά νεκρούς ποδοσφαιριστές της ομάδας. Τον Ρότζερ Μπερν, τον Τζεφ Μπεντ, τον Εντι Κόλμαν, τον Μαρκ Τζόουνς, τον Ντέιβιντ Πεγκ, τον Τόμι Τέιλορ και τον Μπίλι Γουέλαν. Στις 19 Φεβρουαρίου η ομάδα της Γιουνάιτεντ θα αντιμετωπίσει στο «Θέατρο των Ονείρων» τη Σέφιλντ έχοντας στην ενδεκάδα της πέντε πιτσιρικάδες κάτω των 18, τον Ερνι Τέιλορ, που είχε έρθει από την Μπλάκπουλ, και τον Σταν Κρόουδερ, από την Αστον Βίλα. Θα νικήσει 3-0 μέσα σε ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα και μπροστά σε ένα πλήθος 60 χιλιάδων ανθρώπων. Στις 2 τα ξημερώματα της επομένης μέρας ο Ντάνκαν Εντουαρντς, ο πιο προικισμένος ίσως ποδοσφαιριστής της γενιάς του, θα σβήσει σε ηλικία 23 ετών. Ο Εντουαρντς ήταν ο 22ος νεκρός εκείνης της τραγωδίας. Θα ακολουθήσει ο συγκυβερνήτης της μοιραίας πτήσης. Ο κυβερνήτης Θέιν θα απολυθεί από την BEA και για 12 χρόνια θα προσπαθεί να αποδείξει ότι αιτία του δυστυχήματος ήταν η δυσλειτουργία των μηχανών και η κακή κατάσταση του διαδρόμου απογείωσης και όχι ο πάγος στα φτερά. Το 1969 θα δικαιωθεί από μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων, αλλά κανείς από τους 23 ανθρώπους που χάθηκαν δεν θα γυρίσει πίσω...
Του Χρίστου Χαραλαμπόπουλου , αρθρογράφου της Sportday
3 σχόλια:
Η ιστορία της Μάντσεστερ είναι πραγματικά τραγική. Κάθε χρόνο διαβάζω γι΄ αυτήν και κάθε χρόνο συγκλονίζομαι το ίδιο από την αναφορά των τελευταίων στιγμών των ποδοσφαιριστών της.
Νομίζω, ωστόσο, πως ακριβώς σ΄ αυτή την τραγωδία χρωστάει το μύθο της.
Ισως πάλι να φταίει το γεγονός ότι στην Αγγλία υποστηρίζω τη Λίβερπουλ...
Το πιστεύεις ότι τόσα χρόνια άκουγα για την τραγωδία και δεν είχα διαβάσει λεπτομέρειες; Το άρθρο του Χαραλαμπόπουλου πολύ καλό.
Και η Τορίνο είχε υποστεί αεροπορικό δυστύχημα , αν δεν κάνω λάθος , χωρίς να μυθοποιηθεί ως ομάδα.
Κάποτε υποστήριζα μία ομάδα από κάθε χώρα. Τώρα πλέον όχι. Αλλά από Αγγλία συμπαθώ την πλέον αντιπαθητική ομάδα: την Άρσεναλ
Εγώ διαβάζω σχεδόν κάθε χρόνο για τη Μάντσεστερ. Εχω δει και αρκετά ντοκιμαντέρ για το θέμα. Δεν προσπαθώ να την απαξιώσω σαν ομάδα, αλίμονο, αλλά θεωρώ ότι η τραγωδία έπαιξε σημαντικό ρόλο.
Για το ατύχημα της Τορίνο στη Σουμπέργκα έχουν γραφτεί πολύ λιγότερα, γι΄ αυτήν δεν γνωρίζω λεπτομέρειες.
Προσωπικά, δεν μου είναι ιδιαίτερα αντιπαθής η Αρσεναλ. Μόνο ο Βενγκέρ και ο Ανρί μου ήταν αντιπαθείς.
Δημοσίευση σχολίου